καταδημοβορῆσαι

καταδημοβορῆσαι
καταδημοβορέω
consume
aor inf act
καταδημοβορέω
consume
aor inf act

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταδημοβορώ — καταδημοβορῶ, έω (Α) καταναλίσκω («λαοῑσι δότω καταδημοβορῆσαι» ας τά δώσει για να τά καταναλώσει ο στρατός, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δημο βορώ «καταξοδεύω την περιουσία τού δήμου»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”